παρανάρθηξ

παρανάρθηξ
-ηκος, ὁ, Μ
ο πρόναος τών ναών, στενότερος από τον εσωνάρθηκα, στην ανατολική πτέρυγα τού αίθριου, ο εξωνάρθηκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + νάρθηξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”